Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποθεώνω < αποθεώ
 
Η αποθέωση του Ομήρου του Ζαν Ντομινίκ Ένγκρ

  Ρήμα επεξεργασία

αποθεώνω

κάμνω κάποιον θεό, εξυμνώ κάποιον ως θεό, εγκωμιάζω καθ΄ υπερβολήν, υποδέχομαι με ενθουσιασμό.

Αντώνυμα επεξεργασία

  • αποκολοκύνθωση, έργο του Σενέκα του Νεώτερου που αναφέρεται στο Κλαύδιο, μετά το θάνατό του, που αντί να θεοποιηθεί μετατράπηκε στο φυτό Κολοκύνθη.

Εκφράσεις επεξεργασία

  • «ο λαός τον αποθέωσε κατά την άφιξή του».

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία