Δείτε επίσης: αεριαγωγός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεραγωγός οι αεραγωγοί
      γενική του αεραγωγού των αεραγωγών
    αιτιατική τον αεραγωγό τους αεραγωγούς
     κλητική αεραγωγέ αεραγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεραγωγός < αερ- + αγωγός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική porte-vent[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.e.ɾa.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρα‐γω‐γός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεραγωγός αρσενικό

  • αγωγός αέρα, σωλήνας ή μεγαλύτερο σύστημα που επιτρέπει την κυκλοφορία και την ανανέωση του ατμοσφαιρικού αέρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία