κομπρεσέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομπρεσέρ < γαλλικά compresseur (συμπιεστής)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομπρεσέρ ουδέτερο άκλιτο
- συμπιεστής (συνήθως αεροσυμπιεστής)
- κρουστικό διατρητικό εργαλείο το οποίο τροφοδοτείται από αεροσυμπιεστή
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κομπρεσέρ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομπρεσέρ
→ δείτε τη λέξη γεωτρύπανο |