Ετυμολογία

επεξεργασία
κομπρεσέρ < γαλλικά compresseur (συμπιεστής)
 
εργάτης με κομπρεσέρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομπρεσέρ ουδέτερο άκλιτο

  1. συμπιεστής (συνήθως αεροσυμπιεστής)
  2. κρουστικό διατρητικό εργαλείο το οποίο τροφοδοτείται από αεροσυμπιεστή

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία