συμπιεστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπιεστής < (συμπιέζω) συμπιεσ- + -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική compresseur
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπιεστής αρσενικό
- (μηχανική)
- κεντρική μονάδα συμπίεσης αέρα κομπρεσέρ
- σφυροδράπανο με πεπλατυσμένη άκρη που συμπιέζει το έδαφος
- (μουσική) κομπρέσορ σήματος, μηχάνημα ή πρόγραμμα που περιορίζει την ένταση της ταλάντωσης ενός σήματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπιεστής
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυμπιεστής
- γενική ενικού, θηλυκού γένους του συμπιεστός