Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αεροσυμπιεστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αεροσυμπιεστ
ής
οι
αεροσυμπιεστ
ές
γενική
του
αεροσυμπιεστ
ή
των
αεροσυμπιεστ
ών
αιτιατική
τον
αεροσυμπιεστ
ή
τους
αεροσυμπιεστ
ές
κλητική
αεροσυμπιεστ
ή
αεροσυμπιεστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αεροσυμπιεστής
< σύνθετη λέξη:
αερο-
+
συμπιεστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αεροσυμπιεστής
αρσενικό
μηχάνημα
που χρησιμοποιείται για την
συμπίεση
αερίων
μηχάνημα που
παρέχει
πεπιεσμένο
αέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αεροσυμπιεστής
αγγλικά
:
compressor
(en)
γαλλικά
:
compresseur
(fr)