Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βελονότρυπα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βελονότρυπ
α
οι
βελονότρυπ
ες
γενική
της
βελονότρυπ
ας
των
βελονότρυπ
ων
αιτιατική
τη
βελονότρυπ
α
τις
βελονότρυπ
ες
κλητική
βελονότρυπ
α
βελονότρυπ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βελονότρυπα
<
βελόν(α)
+
-ό-
+
τρύπα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βελονότρυπα
θηλυκό
η
τρύπα
μιας
βελόνας
, ενός
βελονιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βελονότρυπα