μαύρη τρύπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαύρη τρύπα < → δείτε τις λέξεις μαύρος και τρύπα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική black hole
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈma.vɾi ˈtɾi.pa/
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
μαύρη τρύπα
- (αστρονομία) ουράνιο σώμα με πάρα πολύ μεγάλη πυκνότητα και βαρυτικό πεδίο, από την έλξη του οποίου δεν μπορεί να διαφύγει ούτε το φως
- (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε φυσικό σώμα απορροφά όλη την ακτινοβολία που δέχεται
- (μεταφορικά) τα πολύ μεγάλα ελλείμματα στον προϋπολογισμό