τρυπητήρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρυπητήρι | τα | τρυπητήρια |
γενική | του | τρυπητηριού | των | τρυπητηριών |
αιτιατική | το | τρυπητήρι | τα | τρυπητήρια |
κλητική | τρυπητήρι | τρυπητήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρυπητήρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρυπητήρι ουδέτερο
- εργαλείο που χρησιμοποιείται για να κάνει τρύπες
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρυπητήρι
|