Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρυποκάρυδος οι τρυποκάρυδοι
      γενική του τρυποκάρυδου των τρυποκάρυδων
    αιτιατική τον τρυποκάρυδο τους τρυποκάρυδους
     κλητική τρυποκάρυδε τρυποκάρυδοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρυποκάρυδος < τρυπ(ώ) + καρυδ(ιά) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρυποκάρυδος ουδέτερο