τρυποκάρυδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρυποκάρυδος < τρυπ(ώ) + καρυδ(ιά) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρυποκάρυδος ουδέτερο
- (πτηνό) άλλη ονομασία του δρυοκολάπτη