πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρυποκάρυδο τα τρυποκάρυδα
      γενική του τρυποκάρυδου των τρυποκάρυδων
    αιτιατική το τρυποκάρυδο τα τρυποκάρυδα
     κλητική τρυποκάρυδο τρυποκάρυδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τρυποκάρυδο < τρυπώ + -ο- + καρύδι + -ο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρυποκάρυδο ουδέτερο

  1. (πτηνό) μικρό στρουθιόμορφο πτηνό (Troglodytes troglodytes) με κοντή ουρά, ζωηρή κίνηση και χαρακτηριστικό τραγούδι, που συναντάται σε ποικίλα οικοσυστήματα του βόρειου ημισφαιρίου
    άλλες μορφές: τρυποκάρυδος
     συνώνυμα: τρυποφράχτης, τρωγλοδύτης
  2. (πτηνό) το πτηνό αιγίθαλος (Aegithalos caudatus)
  3. (μεταφορικά) δειλός
  4. (μεταφορικά) άτομο που του αρέσει να ανακατεύεται με τα πάντα

Μεταφράσεις

επεξεργασία