τρυποκάρυδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τρυποκάρυδο ουδέτερο
- (πτηνό) μικρό στρουθιόμορφο πτηνό (Troglodytes troglodytes) με κοντή ουρά, ζωηρή κίνηση και χαρακτηριστικό τραγούδι, που συναντάται σε ποικίλα οικοσυστήματα του βόρειου ημισφαιρίου
- άλλες μορφές: τρυποκάρυδος
- ≈ συνώνυμα: τρυποφράχτης, τρωγλοδύτης
- (πτηνό) το πτηνό αιγίθαλος (Aegithalos caudatus)
- (μεταφορικά) δειλός
- (μεταφορικά) άτομο που του αρέσει να ανακατεύεται με τα πάντα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρυποκάρυδο
Πηγές
επεξεργασία
- τρυποκάρυδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τρυποκάρυδο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- τρυποκάρυδο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)