σκουληκομερμηγκότρυπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκουληκομερμηγκότρυπα θηλυκό (και σκουληκομυρμηγκότρυπα)
- Τρύπα σκουληκιών και μυρμηγκιών. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γλωσσοδέτες.
- Φτού, σκουληκομερμηγκότρυπα!
- Σκουληκομερμηγκότρυπα με τα σκουληκομερμηγκόπουλά σου, βάλε τις μπάρες, τις αμπάρες, τις κλειδαροαμπαραμπάρες, γιατί έρχεται ο κότσυφας, ο μότσυφας, με τα κοτσυφομοτσυφοπαιδόπουλά του να σου φάει τα σκουλήκια, τα μερμήγκια, τα σκουληκομερμηγκοπαιδόπουλά σου.
- Έκφραση για να δηλωθεί δυσκολία στην προφορά μιας λέξης.
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκουληκομερμηγκότρυπα
|