μερμήγκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μερμήγκι | τα | μερμήγκια |
γενική | του | μερμηγκιού | των | μερμηγκιών |
αιτιατική | το | μερμήγκι | τα | μερμήγκια |
κλητική | μερμήγκι | μερμήγκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμερμήγκι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη μυρμήγκι