ξετρύπωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξετρύπωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξετρυπώνω
- η ανεύρεση κάποιου ατόμου ή ζώου που κρύβεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξετρύπωμα
|
ξετρύπωμα ουδέτερο
|