Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξετρυπώνω < μεσαιωνική ελληνική ξετρυπῶ < αρχαία ελληνική ἐκτρυπῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ξετρυπώνω, πρτ.: ξετρύπωνα, στ.μέλλ.: θα ξετρυπώσω, αόρ.: ξετρύπωσα, παθ.φωνή: ξετρυπώνομαι, μτχ.π.π.: ξετρυπωμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία