τρυπαλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρυπαλάκι | τα | τρυπαλάκια |
γενική | του | τρυπαλακιού | των | τρυπαλακιών |
αιτιατική | το | τρυπαλάκι | τα | τρυπαλάκια |
κλητική | τρυπαλάκι | τρυπαλάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατρυπαλάκι ουδέτερο
- (ιδιωματικό): μικρή τρύπα, ιδίως στο έδαφος που δημιουργούν διάφορα μικρόσωμα ζώα του δάσους, π.χ. τα μιαρά (στη κρητική διάλεκτο)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρυπαλάκι
|