τρυπάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρυπάκι | τα | τρυπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τρυπάκι | τα | τρυπάκια |
κλητική | τρυπάκι | τρυπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρυπάκι < τρύπ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρυπάκι θηλυκό
- διαδικασία, φάση ή κατάσταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρυπάκι
|