τρυπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατρυπώνω
- (προφορικό, αμετάβατο) μπαίνω σε κάποιο μέρος, προκειμένου να κρυφτώ
- (προφορικό, μεταβατικό) τοποθετώ σε κάποιο μέρος κάτι, προκειμένου να το κρύψω
- (προφορικό, αμετάβατο) βρίσκω δουλειά αξιοποιώντας ποικίλες ευκαιρίες
- (μεταβατικό) ράβω με πρόχειρες βελονιές, πριν από το γάζωμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ατρύπωτα
- ατρύπωτος
- αξετρύπωτος
- ξετρύπωμα
- ξετρυπωμένος
- ξετρυπώνω
- τρύπωμα
- τρυπωμένος
- τρυπωτήρα
- → δείτε τη λέξη τρύπα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τρυπώνω | τρύπωνα | θα τρυπώνω | να τρυπώνω | τρυπώνοντας | |
β' ενικ. | τρυπώνεις | τρύπωνες | θα τρυπώνεις | να τρυπώνεις | τρύπωνε | |
γ' ενικ. | τρυπώνει | τρύπωνε | θα τρυπώνει | να τρυπώνει | ||
α' πληθ. | τρυπώνουμε | τρυπώναμε | θα τρυπώνουμε | να τρυπώνουμε | ||
β' πληθ. | τρυπώνετε | τρυπώνατε | θα τρυπώνετε | να τρυπώνετε | τρυπώνετε | |
γ' πληθ. | τρυπώνουν(ε) | τρύπωναν τρυπώναν(ε) |
θα τρυπώνουν(ε) | να τρυπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τρύπωσα | θα τρυπώσω | να τρυπώσω | τρυπώσει | ||
β' ενικ. | τρύπωσες | θα τρυπώσεις | να τρυπώσεις | τρύπωσε | ||
γ' ενικ. | τρύπωσε | θα τρυπώσει | να τρυπώσει | |||
α' πληθ. | τρυπώσαμε | θα τρυπώσουμε | να τρυπώσουμε | |||
β' πληθ. | τρυπώσατε | θα τρυπώσετε | να τρυπώσετε | τρυπώστε | ||
γ' πληθ. | τρύπωσαν τρυπώσαν(ε) |
θα τρυπώσουν(ε) | να τρυπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τρυπώσει | είχα τρυπώσει | θα έχω τρυπώσει | να έχω τρυπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις τρυπώσει | είχες τρυπώσει | θα έχεις τρυπώσει | να έχεις τρυπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει τρυπώσει | είχε τρυπώσει | θα έχει τρυπώσει | να έχει τρυπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τρυπώσει | είχαμε τρυπώσει | θα έχουμε τρυπώσει | να έχουμε τρυπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε τρυπώσει | είχατε τρυπώσει | θα έχετε τρυπώσει | να έχετε τρυπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τρυπώσει | είχαν τρυπώσει | θα έχουν τρυπώσει | να έχουν τρυπώσει |
|