Ετυμολογία

επεξεργασία
τρυπώνω < τρύπα + -ώνω

τρυπώνω

  1. (προφορικό, αμετάβατο) μπαίνω σε κάποιο μέρος, προκειμένου να κρυφτώ
     αντώνυμα: ξετρυπώνω
  2. (προφορικό, μεταβατικό) τοποθετώ σε κάποιο μέρος κάτι, προκειμένου να το κρύψω
     αντώνυμα: ξετρυπώνω
  3. (προφορικό, αμετάβατο) βρίσκω δουλειά αξιοποιώντας ποικίλες ευκαιρίες
  4. (μεταβατικό) ράβω με πρόχειρες βελονιές, πριν από το γάζωμα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία