αλυσότρυπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααλυσότρυπα[1] θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η τρύπα απ’ την οποία περνά η αλυσίδα (της άγκυρας ενός πλοίου)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλυσότρυπα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αλυσότρυπα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας