Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλεπότρυπα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αλεπότρυπ
α
οι
αλεπότρυπ
ες
γενική
της
αλεπότρυπ
ας
των
αλεπότρυπ
ων
αιτιατική
την
αλεπότρυπ
α
τις
αλεπότρυπ
ες
κλητική
αλεπότρυπ
α
αλεπότρυπ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλεπότρυπα
<
αλεπ(ού)
+
-ό-
+
τρύπα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλεπότρυπα
θηλυκό
τρύπα
στην οποία κρύβεται ή
φωλιάζει
μια
αλεπού
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αλεπότρουπα
αλουπότρουπα
αλουπότρυπα
Συνώνυμα
επεξεργασία
αλεποφωλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλεπότρυπα
ελληνιστική κοινή
:
φωλίον
αγγλικά
:
foxhole
(en)
,
fox
's
hole
(en)
,
fox
burrow
(en)