φωλίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φωλίον | τὰ | φωλίᾰ |
γενική | τοῦ | φωλίου | τῶν | φωλίων |
δοτική | τῷ | φωλίῳ | τοῖς | φωλίοις |
αιτιατική | τὸ | φωλίον | τὰ | φωλίᾰ |
κλητική ὦ! | φωλίον | φωλίᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φωλίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φωλίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φωλίον < αρχαία ελληνική φωλεός / φωλ(εά) + υποκοριστικό επίθημα -ίον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωλίον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- υποκοριστικό του φωλεός / φωλεά
- (ειδικότερα) αλεπότρυπα, αλεποφωλιά
Πηγές
επεξεργασία- φωλίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.