↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φωλίον τὰ φωλί
      γενική τοῦ φωλίου τῶν φωλίων
      δοτική τῷ φωλί τοῖς φωλίοις
    αιτιατική τὸ φωλίον τὰ φωλί
     κλητική ! φωλίον φωλί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φωλίω
γεν-δοτ τοῖν  φωλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωλίον < αρχαία ελληνική φωλεός / φωλ(εά) + υποκοριστικό επίθημα -ίον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωλίον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. υποκοριστικό του φωλεός / φωλεά
  2. (ειδικότερα) αλεπότρυπα, αλεποφωλιά