fox
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fox | foxes |
Ετυμολογία
επεξεργασία- fox < αρχαία αγγλική fox
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfox (en)
- (θηλαστικό ζώο) αλεπού
- όνομα αστερισμού· βλέπε Fox
ενικός | πληθυντικός |
fox | foxes |
fox (en)