τρυπιοχέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρυπιοχέρης | η | τρυπιοχέρα | το | τρυπιοχέρικο |
γενική | του | τρυπιοχέρη | της | τρυπιοχέρας | του | τρυπιοχέρικου |
αιτιατική | τον | τρυπιοχέρη | την | τρυπιοχέρα | το | τρυπιοχέρικο |
κλητική | τρυπιοχέρη | τρυπιοχέρα | τρυπιοχέρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρυπιοχέρηδες | οι | τρυπιοχέρες | τα | τρυπιοχέρικα |
γενική | των | τρυπιοχέρηδων | — | των | τρυπιοχέρικων | |
αιτιατική | τους | τρυπιοχέρηδες | τις | τρυπιοχέρες | τα | τρυπιοχέρικα |
κλητική | τρυπιοχέρηδες | τρυπιοχέρες | τρυπιοχέρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατρυπιοχέρης,α,ικο
- που έχουν τρύπες τα χέρια του και αδειάζουν συνέχεια από χρήμα, δεν μπορεί να κάνει οικονομία, ο σπάταλος, όχι απλά ο ανοιχτοχέρης ή ο απλοχέρης
- που είναι αδέξιος, του πέφτουν συνεχώς ή συχνά κάτω τα αντικείμενα που μεταφέρει, ο ζημιάρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρυπιοχέρης
|