τρυπητός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρυπητός | η | τρυπητή | το | τρυπητό |
γενική | του | τρυπητού | της | τρυπητής | του | τρυπητού |
αιτιατική | τον | τρυπητό | την | τρυπητή | το | τρυπητό |
κλητική | τρυπητέ | τρυπητή | τρυπητό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρυπητοί | οι | τρυπητές | τα | τρυπητά |
γενική | των | τρυπητών | των | τρυπητών | των | τρυπητών |
αιτιατική | τους | τρυπητούς | τις | τρυπητές | τα | τρυπητά |
κλητική | τρυπητοί | τρυπητές | τρυπητά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρυπητός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίατρυπητός, -η, -ο
- γεμάτος τρύπες, πιο λόγια: ο διάτρητος
- (μεταφορικά), (προτιμάται το επίθετο: διάτρητος ή λαϊκότροπα: τρύπιος) γεμάτος λογικά ή άλλου είδους κενά