τρυπητός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τρυπητός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τρυπητός, -η, -ο
- γεμάτος τρύπες, πιο λόγια: ο διάτρητος
- (μεταφορικά), (προτιμάται το επίθετο: διάτρητος ή λαϊκότροπα: τρύπιος) γεμάτος λογικά ή άλλου είδους κενά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τρυπητός