Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατατρυπώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατατρυπώ
<
ελληνιστική κοινή
κατατρυπάω
/
κατατρυπῶ
Ρήμα
επεξεργασία
κατατρυπώ
τρυπώ
πέρα
ως
πέρα
ή σε πολλά
σημεία
,
γεμίζω
τρύπες
(
κατ’ επέκταση
)
κατατσιμπώ
Συγγενικά
επεξεργασία
κατατρυπημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατατρυπώ
ισπανικά
:
agujerear
(es)
,
perforar
(es)
,
pinchar
(es)