Δείτε επίσης: βοῦφος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βούφος οι βούφοι
      γενική του βούφου των βούφων
    αιτιατική τον βούφο τους βούφους
     κλητική βούφε βούφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βούφος< (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βοῦφος < λατινική bubo (κουκουβάγια) (ιταλική bufo)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvu.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βού‐φος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βούφος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία