Δείτε επίσης: βοῦφος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βούφος οι βούφοι
      γενική του βούφου των βούφων
    αιτιατική τον βούφο τους βούφους
     κλητική βούφε βούφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βούφος αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία