βύας
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βύας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβύας αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (πτηνό) ο μπούφος, μεταγενέστερος τύπος του βρύας (στον Αριστοτέλη)
- Ἔτι τῶν νυκτερινῶν ἔνιοι γαμψώνυχές εἰσιν͵ οἷον νυκτικόραξ͵ γλαύξ͵ βύας. Ἔστι δ΄ ὁ βύας τὴν μὲν ἰδέαν ὅμοιος γλαυκί͵ τὸ δὲ μέγεθος ἀετοῦ οὐδὲν ἐλάττων. (Αριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 592b.8-10) (Χρειάζεται έλεγχο)
- Ἔτι τῶν νυκτερινῶν ἔνιοι γαμψώνυχές εἰσιν, οἷον νυκτικόραξ, γλαύξ, βρύας. Ἔστι δ’ ὁ βρύας τὴν μὲν ἰδέαν ὅμοιος γλαυκί,τὸ δὲ μέγεθος ἀετοῦ οὐδὲν ἐλάττων. Τύπος: βρύας στο Aristotelis Opera, Volume 4. Bekker, Immanuel (Ed.) Oxford: Oxford University Press, 1837 @scaife.perseus
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βύας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.