Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μπούφο αρσενικό

  1. αιτιατική ενικού του μπούφος
  2. κλητική ενικού του μπούφος (και μπούφε)