ξεσκονιστήρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξεσκονιστήρι | τα | ξεσκονιστήρια |
γενική | του | ξεσκονιστηριού | των | ξεσκονιστηριών |
αιτιατική | το | ξεσκονιστήρι | τα | ξεσκονιστήρια |
κλητική | ξεσκονιστήρι | ξεσκονιστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξεσκονιστήρι < ξεσκονιζ(ω) + -τήρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεσκονιστήρι ουδέτερο (& ξεσκονίστρα)
- ειδικό σκουπάκι για το ξεσκόνισμα, με μακριά ξύλινη λαβή