ενεστώτας get up
γ΄ ενικό ενεστώτα gets up
αόριστος got up
παθητική μετοχή got up (ΗΒ), gotten up (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή getting up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
get up < → δείτε τις λέξεις get και up

get up (en)

  1. (αμετάβατο) σηκώνομαι
    ⮡  We just got up from the table.
    Mόλις σηκωθήκαμε από το τραπέζι.
    ⮡  The woman got up from the chair and opened the window.
    Η γυναίκα σηκώθηκε από την καρέκλα και άνοιξε το παράθυρο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stand up
  2. (αμετάβατο) ξυπνάω, σηκώνομαι
    ⮡  What time do you get up?
    Tι ώρα σηκώνεσαι;
    ⮡  Get up, you have to go to work.
    Σήκω, πρέπει να πας στη δουλειά.
    ⮡  Every morning I used to get up to go to work.
    Κάθε πρωί σηκωνόμουν να πάω στη δουλειά.
    ⮡  Tomorrow I will get up early.
    Αύριο θα ξυπνήσω νωρίς.
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα wake up
  3. (μεταβατικό) ξυπνάω (κάποιον)
    ⮡  What time should I get you up?
    Tι ώρα να σε ξυπνήσω;
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα wake up