Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναστημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναστημέν
ος
η
αναστημέν
η
το
αναστημέν
ο
γενική
του
αναστημέν
ου
της
αναστημέν
ης
του
αναστημέν
ου
αιτιατική
τον
αναστημέν
ο
την
αναστημέν
η
το
αναστημέν
ο
κλητική
αναστημέν
ε
αναστημέν
η
αναστημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναστημέν
οι
οι
αναστημέν
ες
τα
αναστημέν
α
γενική
των
αναστημέν
ων
των
αναστημέν
ων
των
αναστημέν
ων
αιτιατική
τους
αναστημέν
ους
τις
αναστημέν
ες
τα
αναστημέν
α
κλητική
αναστημέν
οι
αναστημέν
ες
αναστημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναστημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ανασταίνω
Μετοχή
επεξεργασία
αναστημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ανασταίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναστημένος