↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατεστημένος η κατεστημένη το κατεστημένο
      γενική του κατεστημένου της κατεστημένης του κατεστημένου
    αιτιατική τον κατεστημένο την κατεστημένη το κατεστημένο
     κλητική κατεστημένε κατεστημένη κατεστημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατεστημένοι οι κατεστημένες τα κατεστημένα
      γενική των κατεστημένων των κατεστημένων των κατεστημένων
    αιτιατική τους κατεστημένους τις κατεστημένες τα κατεστημένα
     κλητική κατεστημένοι κατεστημένες κατεστημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατεστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καθιστώ (με βάση την αρχαία ελληνική κατέστην, αόριστο τού καθίστημι)

κατεστημένος, -η, -ο

  1. που έχει σχέση με το κατεστημένο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό, καθιερωμένος και παγιωμένος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη κατεστημένο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία