σκηνοθετημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκηνοθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκηνοθετώ
Μετοχή επεξεργασία
σκηνοθετημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σκηνοθετώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκηνοθετημένος
|
σκηνοθετημένος, -η, -ο
|