penchant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- penchant < pencher
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | penchant | penchants |
θηλυκό | penchante | penchantes |
penchant (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
penchant | penchants |
penchant (fr) αρσενικό