Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακλίνω < πρόθεση κατά και το ρήμα κλίνω

κατακλίνω

  1. βάζω κάποιον να ξαπλώσει
  2. (μέση φωνή) ξαπλώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

κατάκλιση