κλιτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κλιτικός | η | κλιτική | το | κλιτικό |
γενική | του | κλιτικού | της | κλιτικής | του | κλιτικού |
αιτιατική | τον | κλιτικό | την | κλιτική | το | κλιτικό |
κλητική | κλιτικέ | κλιτική | κλιτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κλιτικοί | οι | κλιτικές | τα | κλιτικά |
γενική | των | κλιτικών | των | κλιτικών | των | κλιτικών |
αιτιατική | τους | κλιτικούς | τις | κλιτικές | τα | κλιτικά |
κλητική | κλιτικοί | κλιτικές | κλιτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κλιτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλιτικός < αρχαία ελληνική κλίνω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kli.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλι‐τι‐κός
- ομόηχο: κλητικός
Επίθετο
επεξεργασία
κλιτικός, -ή, -ό
- (γραμματική) που έχει σχέση με την κλίση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- κλιτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλιτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.