inflected
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | inflected |
συγκριτικός | more inflected |
υπερθετικός | most inflected |
Επίθετο
επεξεργασίαinflected (en)
- (γραμματική) κλιτικός, που αφορά τη γραμματική κλίση
- ⮡ an inflected example - κλιτικό παράδειγμα