enclin
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enclin | enclins |
θηλυκό | encline | enclines |
enclin (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enclin | enclins |
θηλυκό | encline | enclines |
enclin (fr)