Ετυμολογία

επεξεργασία
κατανεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατανεύω < κατα- + νεύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈne vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐νεύ‐ω

κατανεύω, αόρ.: κατένευσα/κατάνευσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

Αόριστος κατάνευσα, και λόγιος, με αύξηση: κατένευσα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία