Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεύσις
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεύσις
<
αρχαία ελληνική
νεῦσις
<
νεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεύσις
θηλυκό
(
αρχαιοπρεπές
) το
νεύμα
, το
γνέψιμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεύσις
→
δείτε
τις λέξεις
νεύμα
και
γνέψιμο