Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισοκοιμάμαι < μισο- (<μισός) + κοιμάμαι

  Ρήμα επεξεργασία

μισοκοιμάμαι

  1. κοιμάμαι πολύ ελαφρά
    δεν με ξύπνησες, μισοκοιμόμουνα
     συνώνυμα: κοιμάμαι μ' ένα μάτι, λαγοκοιμάμαι
  2. νυστάζω
    πήγαινε στο κρεβάτι σου, αφού μισοκοιμάσαι!

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία