μισοκοιμισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μισοκοιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μισοκοιμάμαι < μισο- (<μισός) + κοιμισμένος
Μετοχή επεξεργασία
μισοκοιμισμένος, -η, -ο
- νυσταγμένος
- → δείτε τη λέξη μισοκοιμάμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισοκοιμισμένος