Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισοκοιμισμένος η μισοκοιμισμένη το μισοκοιμισμένο
      γενική του μισοκοιμισμένου της μισοκοιμισμένης του μισοκοιμισμένου
    αιτιατική τον μισοκοιμισμένο τη μισοκοιμισμένη το μισοκοιμισμένο
     κλητική μισοκοιμισμένε μισοκοιμισμένη μισοκοιμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισοκοιμισμένοι οι μισοκοιμισμένες τα μισοκοιμισμένα
      γενική των μισοκοιμισμένων των μισοκοιμισμένων των μισοκοιμισμένων
    αιτιατική τους μισοκοιμισμένους τις μισοκοιμισμένες τα μισοκοιμισμένα
     κλητική μισοκοιμισμένοι μισοκοιμισμένες μισοκοιμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισοκοιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μισοκοιμάμαι < μισο- (<μισός) + κοιμισμένος

  Μετοχή επεξεργασία

μισοκοιμισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία