Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενοκοιμάμαι < ξένος + κοιμάμαι

ξενοκοιμάμαι και ξενοκοιμούμαι

  1. κοιμάμαι σε ξένο σπίτι, δεν κοιμάμαι στο σπίτι μου
  2. περνώ τη νύχτα με τον ερωμένο ή την ερωμένη μου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία