Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοιμιστικός η κοιμιστική το κοιμιστικό
      γενική του κοιμιστικού της κοιμιστικής του κοιμιστικού
    αιτιατική τον κοιμιστικό την κοιμιστική το κοιμιστικό
     κλητική κοιμιστικέ κοιμιστική κοιμιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοιμιστικοί οι κοιμιστικές τα κοιμιστικά
      γενική των κοιμιστικών των κοιμιστικών των κοιμιστικών
    αιτιατική τους κοιμιστικούς τις κοιμιστικές τα κοιμιστικά
     κλητική κοιμιστικοί κοιμιστικές κοιμιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοιμιστικός < κοιμίζω

  Επίθετο επεξεργασία

κοιμιστικός, -ή, -ό

άνοιξε το παράθυρο να αερίσεις, αυτό το φυτό έχει μια πολύ κοιμιστική μυρωδιά

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  κοιμάμαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία