κοιμιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοιμιστικός < κοιμίζω
Επίθετο επεξεργασία
κοιμιστικός, -ή, -ό
- άνοιξε το παράθυρο να αερίσεις, αυτό το φυτό έχει μια πολύ κοιμιστική μυρωδιά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κοιμάμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοιμιστικός