Ετυμολογία

επεξεργασία
κακοκοιμάμαι < κακός + κοιμάμαι

κακοκοιμάμαι

με πήρε ο ύπνος στον καναπέ και κακοκοιμήθηκα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία