Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακοκοιμάμαι < κακός + κοιμάμαι

  Ρήμα επεξεργασία

κακοκοιμάμαι

με πήρε ο ύπνος στον καναπέ και κακοκοιμήθηκα

  Μεταφράσεις επεξεργασία