Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοιμητηριακός η κοιμητηριακή το κοιμητηριακό
      γενική του κοιμητηριακού της κοιμητηριακής του κοιμητηριακού
    αιτιατική τον κοιμητηριακό την κοιμητηριακή το κοιμητηριακό
     κλητική κοιμητηριακέ κοιμητηριακή κοιμητηριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοιμητηριακοί οι κοιμητηριακές τα κοιμητηριακά
      γενική των κοιμητηριακών των κοιμητηριακών των κοιμητηριακών
    αιτιατική τους κοιμητηριακούς τις κοιμητηριακές τα κοιμητηριακά
     κλητική κοιμητηριακοί κοιμητηριακές κοιμητηριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοιμητηριακός < κοιμητήριο + -ακός

  Επίθετο επεξεργασία

κοιμητηριακός

  • που βρίσκεται σε κοιμητήριο ή αναφέρεται σ' αυτό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία