εν εγρηγόρσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εν εγρηγόρσει < ἐν + καθαρεύουσα ἐγρηγόρσει < αρχαία ελληνική ἐγρήγορσις
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /en‿e.ɣɾiˈɣoɾ.si/
Έκφραση επεξεργασία
εν εγρηγόρσει
- (λόγιο) σε κατάσταση επαγρύπνησης, επιφυλακής