éveil
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- éveil < éveiller
Ουσιαστικό
επεξεργασίαéveil (fr) αρσενικό
- η αφύπνιση
- (σχολείο) Λέγεται για τα μαθήματα που 'ξυπνούν' το μυαλό (ιστορία, γεωγραφία, μουσική, ζωγραφική, κλπ.)
- η εγρήγορση
éveil (fr) αρσενικό