μειοψηφούσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.o.psiˈfu.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μει‐ο‐ψη‐φού‐σα
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαμειοψηφούσα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μειοψηφών
- ⮡ η μειοψηφούσα παράταξη
- ≠ αντώνυμα: πλειοψηφούσα
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαμειοψηφούσα
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής παρατατικού του ρήματος μειοψηφώ