συμπαθών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συμπαθών | η | συμπαθούσα | το | συμπαθούν |
γενική | του | συμπαθούντος | της | συμπαθούσας & συμπαθούσης* |
του | συμπαθούντος |
αιτιατική | τον | συμπαθούντα | τη | συμπαθούσα | το | συμπαθούν |
κλητική | συμπαθών | συμπαθούσα | συμπαθούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συμπαθούντες | οι | συμπαθούσες | τα | συμπαθούντα |
γενική | των | συμπαθούντων | των | συμπαθουσών | των | συμπαθούντων |
αιτιατική | τους | συμπαθούντες | τις | συμπαθούσες | τα | συμπαθούντα |
κλητική | συμπαθούντες | συμπαθούσες | συμπαθούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπαθών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπαθῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συμπαθῶ, συνηρημένου τύπου του συμπαθέω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sympatisant)
Μετοχή
επεξεργασίασυμπαθών, -ούσα, -ούν
- (λόγιο) που συμπαθεί, που είναι φιλικά διακείμενος
- ⮡ και ουσιαστικοποιημένο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμπαθών
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυμπαθών
- γενική πληθυντικού του συμπαθής, αρσενικό ή θηλυκό
- γενική πληθυντικού του συμπαθές, ουδέτερο του συμπαθής