Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το καστανόχωμα
      γενική του (καστανοχώματος)
    αιτιατική το καστανόχωμα
     κλητική καστανόχωμα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καστανόχωμα < κασταν(ιά) + -ό- + χώμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καστανόχωμα ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία