καστανόχωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καστανόχωμα | ||
γενική | του | (καστανοχώματος) | ||
αιτιατική | το | καστανόχωμα | ||
κλητική | καστανόχωμα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καστανόχωμα < κασταν(ιά) + -ό- + χώμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καστανόχωμα ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- είδος φυτοχώματος που είναι αποτέλεσμα αποσύνθεσης φύλλων και ξύλου καστανιάς
Μεταφράσεις επεξεργασία
καστανόχωμα
|